Λανολίνη λοιπόν, την οποία μπορεί και να συναντήσετε εκτός και από lanolin, ως adeps lanae, wool wax (ζωικός κηρός) ή wool grease/(fat), δηλαδή ζωικό λίπος.
Η λανολίνη είναι καθαρά ζωικής προέλευσης. Προέρχεται από τους αδένες όλων των ζώων από τα οποία επεξεργαζόμαστε το μαλλί. Πιο συγκεκριμένα, προέρχεται από το σμήγμα του προβάτου, που μετά την έκκριση του από τους σμηγματογόνους αδένες εναποτίθεται στις ίνες του μαλλιού του.
Στην κοσμετολογία χρησιμοποιείται αυτούσια η/και ως έκδοχο καλλυντικών προϊόντων (>200) για τις μαλακτικές, γαλακτωματοποιητικές και σταθεροποιητικές ιδιότητες της.
Τα χαρακτηριστικά της είναι: κίτρινο χρώμα με κολλώδη όψη και ιδιάζουσα οσμή. Πρακτικά είναι αδιάλυτη στο νερό αλλά μίγνυται με αυτό (περίπου στο διπλάσιο του βάρους της), χωρίς να διαχωρίζεται.
Χημικώς, η λανολίνη (wool wax) είναι περισσότερο ζωικός κηρός παρά λίπος. Περιέχει σύνθετο μίγμα εστέρων και πολυεστέρων, κυρίως χοληστερινικών ή ισοχοληστερινικών των ανώτερων λιπαρών οξέων. Περιέχεται δε 25-30% νερό. Δεν περιέχονται τριγλυκερίδια ή σκουαλένιο.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η λανολίνη χρησιμοποιείται αυτούσια ως:
(Πολύ καλός) μαλακτικός παράγοντας, που συμβάλλει με το σχηματισμό υμενίου στο δέρμα, στην αντιμετώπιση της ξηρότητας κάθε λογής, προσώπου ή σώματος, και συνεπώς ανευρίσκεται σε:
Κρέμες για κάθε σκοπό.
Κρέμες για τα ατοπικά βρέφη&παιδιά, επειδή παρεμποδίζει τη διαδερματική απώλεια του νερού και κατά συνέπεια βελτιώνει την υδάτωση του ξηρού δέρματος.
Χρησιμοποιείται επίσης σε κρέμες cold, υδατικές για το σώμα.
Σε κρέμες καθαρισμού αλλά και σε κρέμες για τα χέρια.
Λανολίνη επίσης θα βρούμε στη σύσταση προϊόντων για το μακιγιάζ όπως: σκιές ματιών σε μορφή κρέμας (cream eye shadow) αλλά και ρουζ στην ίδια μορφή (cream blusher). Επίσης σε μολύβια για τα φρύδια, όπου αυξάνει τη στερεότητα του προϊόντος. Στα προϊόντα για τα χείλη, βοηθά να μην “σπάσει” το τελικό προϊόν.
Στα προϊόντα δε για τα μαλλιά και κυρίως στα contitioners, δίνει λάμψη στα μαλλιά αλλά επίσης βοηθάει στο να αποκτήσουν αντιστατική δράση.