Η καλέντουλα πρωτομπήκε στην οικογένεια των καλλυντικών παρασκευασμάτων το 1935. Είναι λιποδιαλυτή ουσία, σταθερή που δεν οξειδώνεται εύκολα.
Έχει ήπια αντιφλεγμονώδες δράση, ιαματική ιδιότητα σε περιπτώσεις πληγών και μικροτραυμάτων αλλά και “αντιγηραντική” και “αντιοξειδωτική” δράση.
Χρησιμοποιείται ευρέως και στην ομοιοπαθητική ιατρική (κυρίως η calentula officinalis).
Δεν μπορεί να παραχθεί εργαστηριακώς. Προέρχεται από το εκχύλισμα αποξηραμένων λουλουδιών ή φυτών αυτής, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλί. Η καλέντουλα περιέχει : καροτινοειδές και σαπωνίτη αλλά και τριτερπένια και πολυσακχαρίδια. Μπορεί να ενσωματωθεί σε αλκοολούχα διαλύματα και λιπαρά έκδοχα όπως κρέμες, έλαια αλλά και κραγιόν. Προτιμάται ιδιαιτέρως για τα βρεφικά προϊόντα αλλά και τα προϊόντα για την ανδρική περιποίηση (προϊόντα για μετά το ξύρισμα). Αρκετά διαδεδομένο στη χρήση του είναι το έλαιο της καλέντουλα.
Η καλέντουλα υπάρχει σε δύο ποικιλίες :
- Calendula officinalis – χρώματος κίτρινου.
- Calendula arvensis – χρώματος πορτοκαλί.
Έχει παρατηρηθεί τοπικός ερεθισμός. Αλλεργική δερματίτιδα είναι πιο συνήθης μιας και είναι οφειλόμενη σε κάποιο από τα συστατικά του.
Βιβλιογραφική πηγή : “Καλλυντικά συστατικά και εφαρμογές” Κ. Μουλοπούλου – Καρακίτσου, Δ. Ρηγόπουλος, Ι.Δ Στρατηγός. εκδόσεις Βήτα. Αθηνα.